κατάρτυσις

κατάρτυσις
κατάρτυσις, ἡ (Α) [καταρτύω]
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάρτυσις — training fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύσιος — κατάρτυσις training fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρτυσιν — κατάρτυσις training fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύσεως — καταρτύσεω̆ς , κατάρτυσις training fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”